- επίπονος
- -η, -ο (AM ἐπίπονος, -ον) [πόνος]κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.)αρχ.1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.)3. αυτός που δεν αντέχει μεγάλη κούραση4. (για οιωνούς) δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κακά5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπονονκόπος, μόχθος.επίρρ...ἐπιπόνως και -α1. με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα2. μτφ. με επιμέλεια, με φιλοπονία.
Dictionary of Greek. 2013.